- αποχυμα
- ἀπόχυμαἀπό-χῠμα-ατος τό вылитое, разлитое Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόχυμα — that which is poured out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόχυμα — το (Α ἀπόχυμα) νεοελλ. το ζουμί (κυρίως από όσπρια) που χύνεται ή πετιέται μετά τον πρώτο βρασμό αρχ. το παλιό επίχρισμα των πλοίων από ρετσίνι, πίσσα κ.λπ. που καθαρίζεται … Dictionary of Greek
ἀποχύματος — ἀπόχυμα that which is poured out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… … Hofmann J. Lexicon universale